- αρβύλα
- η κ. άρβυλο, το (Α ἀρβύλη κ. ἀρβυλίς, η)νεοελλ.1. «οι αρβύλες, τα άρβυλα» — τα υποδήματα των στρατιωτών2. φρ. α) «φόρεσα τις αρβύλες» — κατατάχθηκα στον στρατόβ) «λόγια της αρβύλας» — ανυπόστατες φήμεςαρχ.1. (για χωρικούς, κυνηγούς, οδοιπόρους) ανθεκτικό υπόδημα που φθάνει μέχρι την κνήμη2. μέρος του άρματος όπου στεκόταν ο αρματηλάτης.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνειο από την ανατολή. Ο Ησύχ. παραδίδει τ. άρμυλα «υποδήματα» (κυπρ.), που, αν παραδίδεται σωστά, αποτελεί είτε παραλλαγή του αρβύλη και συνδέεται με το αρμόζω είτε ανεξάρτητο δάνειο. Η κατάληξη του νεοελλ. αρβύλα κατά τα θηλ. ονόμ. σε -α].
Dictionary of Greek. 2013.