αρβύλα

αρβύλα
η κ. άρβυλο, το (Α ἀρβύλη κ. ἀρβυλίς, η)
νεοελλ.
1. «οι αρβύλες, τα άρβυλα» — τα υποδήματα των στρατιωτών
2. φρ. α) «φόρεσα τις αρβύλες» — κατατάχθηκα στον στρατό
β) «λόγια της αρβύλας» — ανυπόστατες φήμες
αρχ.
1. (για χωρικούς, κυνηγούς, οδοιπόρους) ανθεκτικό υπόδημα που φθάνει μέχρι την κνήμη
2. μέρος του άρματος όπου στεκόταν ο αρματηλάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνειο από την ανατολή. Ο Ησύχ. παραδίδει τ. άρμυλα «υποδήματα» (κυπρ.), που, αν παραδίδεται σωστά, αποτελεί είτε παραλλαγή του αρβύλη και συνδέεται με το αρμόζω είτε ανεξάρτητο δάνειο. Η κατάληξη του νεοελλ. αρβύλα κατά τα θηλ. ονόμ. σε -α].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αρβύλα — η πληθ. ύλες, και άρβυλα, τα στρατιωτικά παπούτσια από χοντρό δέρμα: Χάλασαν τα άρβυλά μου και θα μου δώσουν καινούρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρβύλας — ἀρβύλᾱς , ἀρβύλη strong shoe fem acc pl ἀρβύλᾱς , ἀρβύλη strong shoe fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρβύλαν — ἀρβύλᾱν , ἀρβύλη strong shoe fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Nikos Rizos — For other uses, see Rizos. Nikos Rizos Νίκος Ρίζος Born September 30, 1924(1924 09 30) Peta, Greece Died April 20, 1999(1999 04 20) (aged 74) Athens, Greece Occupation …   Wikipedia

  • Зеи, Алки — Алки Зеи греч. Άλκη Ζέη, Афины 1925)  современная греческая детская писательница. Биография Алки Зеи родилась в Афинах в 1925 году. Её отец был родом с острова Крит, мать родом с острова Самос.Зеи прожила свои детские годы на… …   Википедия

  • καλίγη — και καλίκη και κάλικα, ἡ (AM) 1. στρατιωτικό υπόδημα, αρβύλα 2. (γενικά) υπόδημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. caliga «στρατιωτικό υπόδημα»] …   Dictionary of Greek

  • καμπαγών — καμπαγών, ὁ (Α) επιγρ. στρατιωτικό υπόδημα, αρβύλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κάμπαγος*] …   Dictionary of Greek

  • ἀρβύλαι — ἀρβύλη strong shoe fem nom/voc pl ἀρβύλᾱͅ , ἀρβύλη strong shoe fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”